- συναποκαθίστημι
- ΜΑ, και συναποκαθιστάνω και συναποκαθιστῶ, -άω, Α [ἀποκαθίστημι]μέσ. συναποκαθίσταμαιυποχωρώ, κοπάζω («αἵ μὲν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν αἰτιῶν βλάβαι ταχὺ συναποκαθίστανται», Γαλ.)αρχ.1. συνοδεύω κάποιον στο ταξίδι τής επιστροφής2. μέσ. επανέρχομαι στο ίδιο σημείο ή επανέρχομαι συγχρόνως με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.