συναποκαθίστημι

συναποκαθίστημι
ΜΑ, και συναποκαθιστάνω και συναποκαθιστῶ, -άω, Α [ἀποκαθίστημι]
μέσ. συναποκαθίσταμαι
υποχωρώ, κοπάζω («αἵ μὲν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν αἰτιῶν βλάβαι ταχὺ συναποκαθίστανται», Γαλ.)
αρχ.
1. συνοδεύω κάποιον στο ταξίδι τής επιστροφής
2. μέσ. επανέρχομαι στο ίδιο σημείο ή επανέρχομαι συγχρόνως με κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • συναποκαθιστάνω — Α βλ. συναποκαθίστημι …   Dictionary of Greek

  • συναποκαθιστώ — άω, Α βλ. συναποκαθίστημι …   Dictionary of Greek

  • συναποκατάστασις — άσεως, ἡ, Α [συναποκαθίστημι] 1. η από κοινού αποκατάσταση 2. (για πολλά πράγμ.) η ταυτόχρονη επάνοδος στη θέση την οποία κατείχε το καθένα προηγουμένως («συναποκατάστασις πάντων ἐν τῷ οὐρανῷ μετὰ τῆς γῆς», Πτολ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”